- καταλέγω
- (I)καταλέγω (Α)βλ. καταλέχομαι.————————(II)(AM καταλέγω)κατατάσσω κάποιον με άλλους, συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ, καταγράφω κάποιονμσν.1. περιγράφω2. λέω τραγούδι3. (αμτβ.) διηγούμαιμσν.-αρχ.1. διηγούμαι κάτι, ιστορώ2. κατηγορώ3. παθ. καταλέγομαι (για ιδρύματα, κτίσματα, τόπους) παίρνω την ονομασία μου από κάποιοναρχ.1. αναφέρω, απαριθμώ, αραδιάζω γεγονότα, ονόματα ή χρονολογίες2. αναφέρω ονομαστικά και προσδιοριστικά, λέγω ένα προς ένα3. αναφέρω τη γενεαλογία μου4. απαγγέλλω5. εξάγω συμπέρασμα6. καταγράφω, κατατάσσω στρατιώτες7. καταγράφω κάποιον σε σύλλογο ή σε σωματείο δημόσιων αρχόντων ή λειτουργών ή μεταξύ αυτών που έχουν προνομιακή δημόσια παροχή8. εκλέγω, διαλέγω9. προσάπτω σε κάποιον κατηγορία ή μομφή10. δίνω, παρέχω πληροφορίες εναντίον κάποιου11. μέσ. καταλέγομαιθρηνώ νεκρό, λέω μοιρολόι.
Dictionary of Greek. 2013.